Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερθορεῖν
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπερθετοῦσθαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπερθωμάζω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
ὑπερίημι
ὑπερικόν
ὑπερικταίνοντο
ὑπερινάω
ὑπερίνησις
ὑπέρινος
View word page
ὑπερθωμάζω
ὑπερθωμάζω, Ion. for -θαυμάζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερθωμάζω
Headword (normalized):
ὑπερθωμάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερθωμαζω
IDX:
107575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107576
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερθωμάζω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">-θαυμάζω.</span> </div><br><br>'}