Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερθετέον
ὑπερθετικός
ὑπέρθετος
ὑπερθέω
ὑπερθιγής
ὑπερθνήσκω
ὑπερθορεῖν
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπερθετοῦσθαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
ὑπερθύω
ὑπερθωμάζω
ὑπεριάστιος
ὑπεριάχω
ὑπεριδρύω
ὑπεριζάνω
View word page
ὑπερθυμόομαι
ὑπερθῡμόομαι
, Med.,
A).
to be
ὑπέρθυμος,
inf.
ShortDef
to be high-spirited
Debugging
Headword:
ὑπερθυμόομαι
Headword (normalized):
ὑπερθυμόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερθυμοομαι
IDX:
107569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107570
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερθῡμόομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be</span> <span class="foreign greek">ὑπέρθυμος,</span> inf. </div> </div><br><br>'}