Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερθερμαίνω
ὑπερθερμασία
ὑπέρθερμος
ὑπερθεσία
ὑπέρθεσις
ὑπέρθεσμος
ὑπερθετέον
ὑπερθετικός
ὑπέρθετος
ὑπερθέω
ὑπερθιγής
ὑπερθνήσκω
ὑπερθορεῖν
ὑπερθρασύνομαι
ὑπερθρησκεύω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυμόομαι
ὑπερθετοῦσθαι
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερθυρόω
View word page
ὑπερθιγής
ὑπερθῐγής, ές,
A). = ὑπερήφανος , Anon. ap. Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερθιγής
Headword (normalized):
ὑπερθιγής
Headword (normalized/stripped):
υπερθιγης
IDX:
107563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερθῐγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπερήφανος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}