ὑπέρθεσμος
ὑπέρθεσμος, ον, perh.
A). decreed as additional, ἐτάξατο τῆς ὑπερθέσμου ἑβδομαίας ἡμέρας θεᾶς Βερνίκης Εὐεργέτιδος τὴν καθήκουσαν ἀπαρχήν PSI 6.690.12 (i/ii A. D.), cf. Sammelb. 6995.19 (ii A. D.), 6996.32 (ii A. D.).