Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερήνεμος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνόρεος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανεύω
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανία
ὑπερήφανος
ὑπερηχέω
ὕπερθα
ὑπερθάλασσος
ὑπερθαρσέω
ὑπερθαυμάζω
ὑπερθαύμαστος
ὑπέρθειος
ὑπέρθεμα
ὑπερθεματίζω
ὑπερθεματισμός
ὑπερθεματιστής
ὑπερθεμιστοκλῆς
View word page
ὕπερθα
ὕπερθα,
A). v. ὕπερθεν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὕπερθα
Headword (normalized):
ὕπερθα
Headword (normalized/stripped):
υπερθα
IDX:
107539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107540
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὕπερθα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὕπερθεν.</span> </div> </div><br><br>'}