Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντοδύρομαι
ἀντοικέω
ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομητέον
ἀντοικοδομή
ἀντοικοδομία
ἄντοικος
ἀντοικτίζω
ἀντοικτίρω
ἀντοίομαι
ἀντολή
ἀντολίη
ἀντολίηθε
ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἄντομος
ἀντομῶσαι
ἀντονειδίζω
ἀντονίνημι
View word page
ἀντολή
ἀντολ-ή, , poet. for ἀνατολή, q.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντολή
Headword (normalized):
ἀντολή
Headword (normalized/stripped):
αντολη
IDX:
10753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντολ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀνατολή,</span> q.v.</div><br><br>'}