Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχθραίνω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπερέω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
ὑπέρζωος
ὑπέρηβος
ὑπερηγορέω
ὑπερηγορία
ὑπερήδομαι
ὑπέρηδυς
ὑπερήκω
View word page
ὑπερέω
ὑπερέω, contr. ὑπερῶ, fut. with no pres. in use;
A). v. ὑπεῖπον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερέω
Headword (normalized):
ὑπερέω
Headword (normalized/stripped):
υπερεω
IDX:
107512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107513
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερέω</span>, contr. <span class="orth greek">ὑπερῶ</span>, fut. with no pres. in use; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεῖπον.</span> </div> </div><br><br>'}