Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχθραίνω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπερέω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
View word page
ὑπερευχαριστέω
ὑπερευ-χᾰριστέω,
A). to be extremely thankful, PTeb. 12.24 (ii B. C.).


ShortDef

to be extremely thankful

Debugging

Headword:
ὑπερευχαριστέω
Headword (normalized):
ὑπερευχαριστέω
Headword (normalized/stripped):
υπερευχαριστεω
IDX:
107504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107505
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερευ-χᾰριστέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be extremely thankful,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 12.24 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}