Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτα
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
View word page
ὑπερέσχεθον
ὑπερέσχεθον, poet. aor. 2 of ὑπερέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερέσχεθον
Headword (normalized):
ὑπερέσχεθον
Headword (normalized/stripped):
υπερεσχεθον
IDX:
107482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερέσχεθον</span>, poet. aor. 2 of <span class="foreign greek">ὑπερέχω.</span> </div><br><br>'}