Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντλήτρια
ἀντλία
ἀντλιαντλητήρ
ἀντλίον
ἄντλος
ἀντοδυνάω
ἀντοδύρομαι
ἀντοικέω
ἀντοικοδομέω
ἀντοικοδομητέον
ἀντοικοδομή
ἀντοικοδομία
ἄντοικος
ἀντοικτίζω
ἀντοικτίρω
ἀντοίομαι
ἀντολή
ἀντολίη
ἀντολίηθε
ἀντολίηνδε
ἀντολοφύρομαι
View word page
ἀντοικοδομή
ἀντοικοδομ-ή
,
ἡ
, = sq.,
IG
12(1).420
(Thera).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντοικοδομή
Headword (normalized):
ἀντοικοδομή
Headword (normalized/stripped):
αντοικοδομη
IDX:
10747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10748
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντοικοδομ-ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(1).420 </span> (Thera).</div><br><br>'}