Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτα
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
View word page
ὑπερέπτα
ὑπερέπτα,
A). v. ὑπερπέτομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερέπτα
Headword (normalized):
ὑπερέπτα
Headword (normalized/stripped):
υπερεπτα
IDX:
107475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερέπτα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερπέτομαι.</span> </div> </div><br><br>'}