Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτα
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
View word page
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπι-στήμων
,
ον
, gen.
ονος
,
A).
exceedingly wise,
AB
312
.
ShortDef
exceedingly wise
Debugging
Headword:
ὑπερεπιστήμων
Headword (normalized):
ὑπερεπιστήμων
Headword (normalized/stripped):
υπερεπιστημων
IDX:
107472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107473
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερεπι-στήμων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">exceedingly wise,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 312 </span>.</div> </div><br><br>'}