Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτα
View word page
ὑπερέξοχος
ὑπερέξοχος, ον,
A). superior to, c. gen., Epic.Alex.Adesp. 9 ii 25 .


ShortDef

superior to

Debugging

Headword:
ὑπερέξοχος
Headword (normalized):
ὑπερέξοχος
Headword (normalized/stripped):
υπερεξοχος
IDX:
107465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107466
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερέξοχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">superior to,</span> c. gen., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epic.Alex.Adesp.</span> 9 ii 25 </span>.</div> </div><br><br>'}