Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερέκτεισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερέκχυσις
ὑπερέλασις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
View word page
ὑπερέλασις
ὑπερέλᾰσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
ὑπέρθεσις, ὑπερβολή
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερέλασις
Headword (normalized):
ὑπερέλασις
Headword (normalized/stripped):
υπερελασις
IDX:
107444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107445
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερέλᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπέρθεσις, ὑπερβολή</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}