Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκειμαι
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερέκτεισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
View word page
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκ-λάμπω,
A). to be very bright, of the eyes, Id. 16.782 .


ShortDef

to be very bright

Debugging

Headword:
ὑπερεκλάμπω
Headword (normalized):
ὑπερεκλάμπω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκλαμπω
IDX:
107430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερεκ-λάμπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be very bright,</span> of the eyes, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 16.782 </span>.</div> </div><br><br>'}