Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκειμαι
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερέκτεισις
View word page
ὑπερέκκειμαι
ὑπερέκ-κειμαι,
A). f. l. for ὕπαρ ἔκκ- , Plu. 2.1066c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερέκκειμαι
Headword (normalized):
ὑπερέκκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεκκειμαι
IDX:
107428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερέκ-κειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">ὕπαρ ἔκκ-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1066c </span>.</div> </div><br><br>'}