Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
Ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερεῖδον
ὑπερείδω
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
View word page
ὑπερεῖδον
ὑπερεῖδον, inf. ὑπερῐδεῖν, aor. without pres. in use;
A). v. ὑπεροράω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερεῖδον
Headword (normalized):
ὑπερεῖδον
Headword (normalized/stripped):
υπερειδον
IDX:
107412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερεῖδον</span>, inf. <span class="foreign greek">ὑπερῐδεῖν,</span> aor. without pres. in use; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεροράω.</span> </div> </div><br><br>'}