Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδεόντως
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισκέω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
View word page
ὑπερδικάζω
ὑπερδῐκ-άζω
,
A).
vindicate, defend,
τινος
Al.
Ps.
9.5
.
ShortDef
vindicate, defend
Debugging
Headword:
ὑπερδικάζω
Headword (normalized):
ὑπερδικάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερδικαζω
IDX:
107389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107390
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερδῐκ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vindicate, defend,</span> <span class="itype greek">τινος</span> Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 9.5 </span>.</div> </div><br><br>'}