Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδεόντως
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισκέω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
View word page
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδια-φορέομαι, Pass.,
A). to be dissipated in excess, -εῖσθαι τὰ ὑγρά Sor. 2.54 .


ShortDef

to be dissipated in excess

Debugging

Headword:
ὑπερδιαφορέομαι
Headword (normalized):
ὑπερδιαφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερδιαφορεομαι
IDX:
107387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107388
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερδια-φορέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be dissipated in excess,</span> <span class="quote greek">-εῖσθαι τὰ ὑγρά</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2.54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 2.54 </a> .</div> </div><br><br>'}