Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδεόντως
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισκέω
ὑπερδισύλλαβος
View word page
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιά-τᾰσις, εως, ,
A). excessive tension, Gal. 1.168 .


ShortDef

excessive tension

Debugging

Headword:
ὑπερδιάτασις
Headword (normalized):
ὑπερδιάτασις
Headword (normalized/stripped):
υπερδιατασις
IDX:
107385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερδιά-τᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">excessive tension,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.168 </span>.</div> </div><br><br>'}