Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερδάπανον
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδεόντως
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
View word page
ὑπερδεόντως
ὑπερδεόντως,
A). f.l. for ὑπεραγόντως in Apollon. Lex. s.v. ὑπερδέα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερδεόντως
Headword (normalized):
ὑπερδεόντως
Headword (normalized/stripped):
υπερδεοντως
IDX:
107381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107382
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερδεόντως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ὑπεραγόντως</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ὑπερδέα.</span> </div> </div><br><br>'}