Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπεργήρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπεργύϊον
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπανάω
ὑπερδαπάνημα
ὑπερδάπανον
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
View word page
ὑπεργύϊον
ὑπεργύϊον· ὑπέρμηκες, μέγα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεργύϊον
Headword (normalized):
ὑπεργύϊον
Headword (normalized/stripped):
υπεργυιον
IDX:
107367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεργύϊον·</span> <span class="foreign greek">ὑπέρμηκες, μέγα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}