Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπερβόρεοι
Ὑπερβορίς
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπερβώϊα
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπεργήρως
ὑπεργίγνομαι
View word page
ὑπεργαμία
ὑπεργᾰμία, ,
A). a late marriage, Phot.


ShortDef

a late marriage

Debugging

Headword:
ὑπεργαμία
Headword (normalized):
ὑπεργαμία
Headword (normalized/stripped):
υπεργαμια
IDX:
107351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107352
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεργᾰμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a late marriage,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}