Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολία
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπερβόρεοι
Ὑπερβορίς
ὑπερβράζω
ὑπερβριθής
ὑπερβρύω
ὑπερβώϊα
ὑπεργάζομαι
View word page
ὑπερβολία
ὑπερβολ-ία·
ὕβρις, κόρος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερβολία
Headword (normalized):
ὑπερβολία
Headword (normalized/stripped):
υπερβολια
IDX:
107340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107341
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερβολ-ία·</span> <span class="foreign greek">ὕβρις, κόρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}