ὑπερβλύζω
ὑπερβλύζω,
A). bubble or gush over, overflow, χολὴ ὑπερβλύσασα Ep. 23 , cf. ; 5.324 τὸ -ύζον τοῦ νάματος ; 1.174 ἐκ πηγῆς ; 12.70 τοῦ βόθρου VA 3.14 ; τῆς φιάλης ib. 25 : metaph. of wine-drinkers, (prob. cj.): c. acc., 2.478 φλέβες ὑ. αἷμα ; 11.192 ἔλαιον ὑ. τὸ κιβώτιον Aed. 1.7 : c. dat., τὰ θεῖα ὑ. τοῖς ἀγαθοῖς in Phdr. p.170A.