Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβιβαστήρ
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολία
ὑπερβολικός
View word page
ὑπερβλέπω
ὑπερβλέπω
,
A).
overlook, neglect,
Phot.
s.v.
ὑπερορᾶν.
ShortDef
overlook, neglect
Debugging
Headword:
ὑπερβλέπω
Headword (normalized):
ὑπερβλέπω
Headword (normalized/stripped):
υπερβλεπω
IDX:
107331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107332
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερβλέπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">overlook, neglect,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ὑπερορᾶν.</span> </div> </div><br><br>'}