Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβιβαστήρ
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολία
View word page
ὑπερβλαστής
ὑπερβλαστ-ής
,
ές
,
A).
shooting over-luxuriantly,
ibid.
ShortDef
shooting over-luxuriantly
Debugging
Headword:
ὑπερβλαστής
Headword (normalized):
ὑπερβλαστής
Headword (normalized/stripped):
υπερβλαστης
IDX:
107330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107331
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερβλαστ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shooting over-luxuriantly,</span> ibid.</div> </div><br><br>'}