Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
Ὑπερβερεταῖος
ὑπερβήῃ
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβίβασις
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβιβαστήρ
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
View word page
ὑπερβιβαστήρ
ὑπερβῐβ-αστήρ
,
ῆρος
,
ὁ
, a surgical instrument,
Hermes
38.283
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερβιβαστήρ
Headword (normalized):
ὑπερβιβαστήρ
Headword (normalized/stripped):
υπερβιβαστηρ
IDX:
107325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107326
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερβῐβ-αστήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a surgical instrument, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hermes</span> 38.283 </span>.</div><br><br>'}