Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιψέγω
ἀντιψηλαφάω
ἀντιψηφίζομαι
ἀντίψηφος
ἀντίψυχος
ἀντιψύχω
ἀντιψωμίζω
ἀντλέω
ἄντλημα
ἄντλησις
ἀντλησμός
ἀντλητήρ
ἀντλητήριος
ἀντλητής
ἀντλητικός
ἀντλητός
ἀντλήτρια
ἀντλία
ἀντλιαντλητήρ
ἀντλίον
ἄντλος
View word page
ἀντλησμός
ἀντλ-ησμός, , = foreg., PFlor. 16.21 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀντλησμός
Headword (normalized):
ἀντλησμός
Headword (normalized/stripped):
αντλησμος
IDX:
10731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντλ-ησμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 16.21 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}