Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραφρίζω
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβᾶν
ὑπερβαρέω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
View word page
ὑπερβᾶν
ὑπερβᾶν· ὑπερώαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερβᾶν
Headword (normalized):
ὑπερβᾶν
Headword (normalized/stripped):
υπερβαν
IDX:
107306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107307
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερβᾶν·</span> <span class="foreign greek">ὑπερώαν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}