Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεραυχέω
ὑπεραυχής
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραφρίζω
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβᾶν
ὑπερβαρέω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπέρβασις
ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
View word page
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβαλλόντως, v. sq. A. 11.5 .


ShortDef

exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερβαλλόντως
Headword (normalized):
ὑπερβαλλόντως
Headword (normalized/stripped):
υπερβαλλοντως
IDX:
107304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερβαλλόντως</span>, v. sq. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> 11.5 </span>.</div><br><br>'}