ὑπερβάθμιος
ὑπερβάθμιος, ον,
A). stepping over the threshold: metaph., going beyond bounds, transgressing, ἤρξαντο ὑ. τείνειν πόδα ὡς ἠδύνατο ἕκαστος, of satraps, Anon.Hist.( FGrH 155 ) p.836J.; ὑ. πόδα ἀποτείνειν, prov. of meddling with theology, in Metaph. 98.11 ; ὑ. π. τείνειν Procl. 13 , , cf. 2.29 s.v. ὑπερβάθμιος; ὑ. π. πέμπειν in Cat. 6.13 .