Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
ὑπεραύστηρος
ὑπεραυχέω
ὑπεραυχής
ὑπέραυχος
ὑπεράφανος
ὑπεραφρίζω
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβᾶν
ὑπερβαρέω
View word page
ὑπεράφανος
ὑπεράφανος, ον, Dor. for ὑπερήφανος (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεράφανος
Headword (normalized):
ὑπεράφανος
Headword (normalized/stripped):
υπεραφανος
IDX:
107297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεράφανος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὑπερήφανος</span> (q. v.).</div><br><br>'}