Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρασθμος
ὑπερασμενίζω
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγέω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
View word page
ὑπερασχημονέω
ὑπερασχημονέω,
A). behave with great unseemliness, Plu. 2.45f .


ShortDef

behave with great unseemliness

Debugging

Headword:
ὑπερασχημονέω
Headword (normalized):
ὑπερασχημονέω
Headword (normalized/stripped):
υπερασχημονεω
IDX:
107280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107281
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερασχημονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">behave with great unseemliness,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.45f </span>.</div> </div><br><br>'}