Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπότισις
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
ὑπερασθενής
ὑπερασθμαίνω
View word page
ὑπεραραιόομαι
ὑπερᾰραιόομαι
,
A).
become excessively rarefied,
Anon.
in EN
127.24
.
ShortDef
become excessively rarefied
Debugging
Headword:
ὑπεραραιόομαι
Headword (normalized):
ὑπεραραιόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραραιοομαι
IDX:
107259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107260
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερᾰραιόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become excessively rarefied,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in EN</span> 127.24 </span>.</div> </div><br><br>'}