Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπότισις
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
ὑπεραρχαῖος
ὑπεράρχιος
View word page
ὑπεραποφατικός
ὑπεραπο-φᾰτικός, , όν,
A). denying doubly, ὑπεραποφατικόν ἐστιν ἀποφατικὸν ἀποφατικοῦ Stoic. 2.66 .


ShortDef

denying doubly

Debugging

Headword:
ὑπεραποφατικός
Headword (normalized):
ὑπεραποφατικός
Headword (normalized/stripped):
υπεραποφατικος
IDX:
107257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107258
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραπο-φᾰτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">denying doubly,</span> <span class="quote greek">ὑπεραποφατικόν ἐστιν ἀποφατικὸν ἀποφατικοῦ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 2.66 </span> .</div> </div><br><br>'}