Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπεράνωρ
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπότισις
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
ὑπεραρέσκω
ὑπεράριθμος
ὑπεραρπάζομαι
ὑπεραρρωδέω
ὑπέραρσις
ὑπεραρτάω
View word page
ὑπεραπότισις
ὑπεραπό-τῐσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
gloss on
ὑπερέκτισις
(
-έκτησις
cod.),
Hsch.
(better
-τεισις
in both, v.
ἔκτεισις
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπεραπότισις
Headword (normalized):
ὑπεραπότισις
Headword (normalized/stripped):
υπεραποτισις
IDX:
107255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107256
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραπό-τῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ὑπερέκτισις</span> (<span class="foreign greek">-έκτησις</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (better <span class="foreign greek">-τεισις</span> in both, v. <span class="ref greek">ἔκτεισις</span> ).</div> </div><br><br>'}