Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερανίσταμαι
ὑπερανίσχω
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεράνωθεν
ὑπεράνωρ
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπότισις
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
ὑπεραποχράω
ὑπεραραιόομαι
View word page
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραπο-δέχομαι, dub. sens. in
A). Wiener Sitzb. 132(2).12 (Caria).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραποδέχομαι
Headword (normalized):
ὑπεραποδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραποδεχομαι
IDX:
107249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραπο-δέχομαι</span>, dub. sens. in <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Wiener Sitzb.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4031.tlg002:132(2).12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4031.tlg002:132(2).12/canonical-url/"> 132(2).12 </a> (Caria).</div> </div><br><br>'}