Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
ὑπερανίσχω
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεράνωθεν
ὑπεράνωρ
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπότισις
ὑπεραπόφασις
ὑπεραποφατικός
View word page
ὑπεραπατάομαι
ὑπερᾰπᾰτάομαι, Pass.,
A). to be deceived excessively, AP 9.761 .


ShortDef

to be deceived excessively

Debugging

Headword:
ὑπεραπατάομαι
Headword (normalized):
ὑπεραπατάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραπαταομαι
IDX:
107247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερᾰπᾰτάομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be deceived excessively,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.761 </span>.</div> </div><br><br>'}