Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
ὑπερανίσχω
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεράνωθεν
ὑπεράνωρ
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
ὑπεραποδέχομαι
ὑπεραποδίδωμι
ὑπεραποθνῄσκω
ὑπεραποκρίνομαι
ὑπεραπόλλυμι
ὑπεραπολογέομαι
ὑπεραπότισις
View word page
ὑπεράνωρ
ὑπεράνωρ, Dor. for ὑπερήνωρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεράνωρ
Headword (normalized):
ὑπεράνωρ
Headword (normalized/stripped):
υπερανωρ
IDX:
107245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107246
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεράνωρ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὑπερήνωρ.</span> </div><br><br>'}