Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανάστης
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
ὑπερανίσχω
ὑπεραντλέομαι
ὑπέραντλος
ὑπεράνω
ὑπεράνωθεν
ὑπεράνωρ
ὑπεραπαιτέω
ὑπεραπατάομαι
ὑπεραπλόομαι
View word page
ὑπερανίεμαι
ὑπεραν-ίεμαι
,
A).
to be excessively diluted,
Crito
ap.
Gal.
13.880
.
ShortDef
to be excessively diluted
Debugging
Headword:
ὑπερανίεμαι
Headword (normalized):
ὑπερανίεμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερανιεμαι
IDX:
107238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107239
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραν-ίεμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be excessively diluted,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crito</span> </span> ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.880 </span>.</div> </div><br><br>'}