Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέραλμα
ὑπεράλπιος
ὑπεραμερία
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανάστης
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
ὑπερανθέω
ὑπεράνθρωπος
ὑπερανίεμαι
ὑπερανίσταμαι
ὑπερανίσχω
ὑπεραντλέομαι
View word page
ὑπερανάστης
ὑπερανάστης, ου, ,
A). = μετανάστης , Hsch., Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερανάστης
Headword (normalized):
ὑπερανάστης
Headword (normalized/stripped):
υπεραναστης
IDX:
107231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107232
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπερανάστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μετανάστης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}