ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναιδεύομαι, Pass.,
A). to be surpassed in impudence, Eq. 1206 (cj. in Budaei et aliorum Dictionario Graecolatino, Basil. 1565 , pro -αναιδεσθήσομαι); Dind. suggests ὑπεραναιδισθήσομαι, citing AB 80 : ἀναιδίζεσθαι· Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν.