Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπιος
ὑπεραμερία
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανάστης
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
ὑπερανέχω
ὑπερανήλωμα
View word page
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραμφισβητέω,
A). dispute about a thing, Poll. 5.165 .


ShortDef

dispute about

Debugging

Headword:
ὑπεραμφισβητέω
Headword (normalized):
ὑπεραμφισβητέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραμφισβητεω
IDX:
107225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραμφισβητέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dispute about</span> a thing, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5:165" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5.165/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 5.165 </a>.</div> </div><br><br>'}