Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρακρος
ὑπεράλγεινος
ὑπεραλγέω
ὑπεραλγής
ὑπεραλγύνω
ὑπεραλκής
ὑπεράλλομαι
ὑπέραλλος
ὑπέραλμα
ὑπεράλπιος
ὑπεραμερία
ὑπεραμπέχω
ὑπεραμφισβητέω
ὑπεραναβαίνω
ὑπεραναιδεύομαι
ὑπεραναίσχυντος
ὑπερανάκειμαι
ὑπεραναλίσκω
ὑπερανάστης
ὑπερανατείνομαι
ὑπερανατίθεμαι
View word page
ὑπεραμερία
ὑπεραμερία, ὑπεραλγ-άμερος,
A). v. ὑπερημ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραμερία
Headword (normalized):
ὑπεραμερία
Headword (normalized/stripped):
υπεραμερια
IDX:
107223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραμερία</span>, <span class="orth greek">ὑπεραλγ-άμερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερημ-.</span> </div> </div><br><br>'}