Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγοναστάς
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπεραθετέω
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
ὑπεραιμέω
ὑπεραίμωσις
ὑπεραινετός
ὑπεραιόλιος
ὑπεραίρω
ὑπεραίσιος
ὑπέραισχρος
ὑπεραισχύνομαι
View word page
ὑπεραθετέω
ὑπεραθετέω,
A). f. l. for ἀνυπερθετέω , Aq. Ps. 88(89).39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραθετέω
Headword (normalized):
ὑπεραθετέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραθετεω
IDX:
107191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραθετέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">ἀνυπερθετέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 88(89).39 </span>.</div> </div><br><br>'}