Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεράγαν
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
ὑπέραγνος
ὑπεραγοναστάς
ὑπεραγόντως
ὑπεραγρυπνέω
ὑπεράγω
ὑπεραγωνιάω
ὑπεραγωνίζομαι
ὑπεραείρω
ὑπεραής
ὑπεραθετέω
ὑπέραθλος
ὑπεραιδέομαι
View word page
ὑπεραγοναστάς
ὑπεραγοναστάς· εἱμαρμένας κρόκας, οἷον ὑπερστήμονας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεραγοναστάς
Headword (normalized):
ὑπεραγοναστάς
Headword (normalized/stripped):
υπεραγοναστας
IDX:
107183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεραγοναστάς·</span> <span class="foreign greek">εἱμαρμένας κρόκας, οἷον ὑπερστήμονας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}