Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιμόριος
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεράγαν
ὑπεραγανακτέω
ὑπεραγαπάω
ὑπεράγνοια
View word page
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστᾰτ-έω
,
A).
to be sub-inspector,
Sammelb.
4638.19
(ii B. C.).
ShortDef
to be sub-inspector
Debugging
Headword:
ὑπεπιστατέω
Headword (normalized):
ὑπεπιστατέω
Headword (normalized/stripped):
υπεπιστατεω
IDX:
107171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107172
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεπιστᾰτ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be sub-inspector,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sammelb.</span> 4638.19 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}