Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
ὑπεξουσιότης
ὑπεπιμόριος
ὑπεπιστατέω
ὑπεπιστάτης
ὑπέρ
ὑπέρα
ὑπεραβέλτερος
ὑπεράγαθος
ὑπεράγαμαι
ὑπεράγαν
ὑπεραγανακτέω
View word page
ὑπεξουσιότης
ὑπεξ-ουσιότης, ητος, ,
A). subjection, ib.


ShortDef

subjection

Debugging

Headword:
ὑπεξουσιότης
Headword (normalized):
ὑπεξουσιότης
Headword (normalized/stripped):
υπεξουσιοτης
IDX:
107169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεξ-ουσιότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subjection,</span> ib.</div> </div><br><br>'}