Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπεξάλυξις
ὑπεξαλύσκω
ὑπεξαναβαίνω
ὑπεξανάγομαι
ὑπεξαναδύομαι
ὑπεξανίσταμαι
ὑπεξαντλέω
ὑπεξάπτω
ὑπεξαφύομαι
ὑπέξειμι
ὑπεξειρύω
ὑπεξελαύνω
ὑπεξέλευσις
ὑπεξερεύγω
ὑπεξερύω
ὑπεξέρχομαι
ὑπεξέχω
ὑπεξηγητικός
ὑπεξίστημι
ὑπέξοδος
ὑπεξούσιος
View word page
ὑπεξειρύω
ὑπεξ-ειρύω,
A). v. ὑπεξερύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεξειρύω
Headword (normalized):
ὑπεξειρύω
Headword (normalized/stripped):
υπεξειρυω
IDX:
107158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-107159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπεξ-ειρύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεξερύω.</span> </div> </div><br><br>'}